ἀκροχλίαρος

From LSJ

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροχλίᾰρος Medium diacritics: ἀκροχλίαρος Low diacritics: ακροχλίαρος Capitals: ΑΚΡΟΧΛΙΑΡΟΣ
Transliteration A: akrochlíaros Transliteration B: akrochliaros Transliteration C: akrochliaros Beta Code: a)kroxli/aros

English (LSJ)

[ῑ], ον, just warm, lukewarm, Hp.Acut.58:—also ἀκροχλίερος, Nat.Mul.53, Mul.2.201. Adv. ἀκροχλιάρως Mul.2.204.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): acent. -χλιαρός Dsc.2.50; ἀκροχλίερ- Hp.
1 tibio ὀξύμελι Hp.Acut.58, cf. Fist.7, Dsc.l.c., λίνου σπέρμα Hp.Acut.(Sp.) 18.
2 adv. -ως tibiamente Hp.Mul.2.204.

German (Pape)

[Seite 85] -χλίερος, obenauf warm, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροχλίᾰρος: [ῑ], -ον, μόλις θερμός, χλιαρός, Ἱππ. π. δ. Ὀξ. 394.

Greek Monolingual

ἀκροχλίαρος και -χλίερος, -ον (Α)
ο λίγο ζεστός, χλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + χλιαρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκροχλίαρος en ἀκροχλίηρος -ον ἄκρος, χλιαρός lauw.