ἀκτινοκράτωρ
From LSJ
ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
English (LSJ)
lord of the sun's rays, PMag.Berol.1.200.
Greek Monolingual
ἀκτινοκράτωρ, ο (Α)
αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς-ῖνος + -κράτωρ (μεταπλασμένος τ. του τέρματος -κρατής < κράτος, κρατῶ, με επίδραση τών ονομάτων σε -τωρ, πρβλ. ρήτωρ, ἰάτωρ, πράτωρ κ.λπ.].