ἀληθευτής
From LSJ
English (LSJ)
ἀληθευτοῦ, ὁ, truth-speaking person, ἀ. λόγων Max.Tyr.21.6.
Spanish (DGE)
-οῦ
sincero, verdadero op. ψεύστης Origenes Fr.in Ps.115.2
•c. gen. cumplidor, leal a ἀ. λόγων Max.Tyr.15.6.
German (Pape)
[Seite 94] ὁ, λόγων, der stets die Wahrheit spricht, Man. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθευτής: -οῦ, ὁ, φιλαλήθης ἄνθρωπος, εἰλικρινής, Μάξ. Τύρ. 21. 6.
Greek Monolingual
ἀληθευτής, ο (Α)
1. αυτός που λέει την αλήθεια, ο φιλαλήθης
2. αυτός που επαληθεύει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθεύω.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀληθευτικός.