ἀνάκλαστος

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκλᾰστος Medium diacritics: ἀνάκλαστος Low diacritics: ανάκλαστος Capitals: ΑΝΑΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anáklastos Transliteration B: anaklastos Transliteration C: anaklastos Beta Code: a)na/klastos

English (LSJ)

ον, bent back, reflected: metaph., of participles derived from Nouns or Adjectives, Plu.2.1011d.

Spanish (DGE)

-ον reflexivo Plu.2.1011d (cód.), v. ἀντανάκλαστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκλαστος: грам. производный (ὀνόματα, οἷον ὁ φρονῶν ἀπο τοῦ φρονίμου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκλαστος: -ον, (ἀνακλάω) ὁ εἰς τὰ ὀπίσω κεκαμμένος, ὁ ἀντανακλώμενος. ΙΙ. ἐν τῇ Γραμμ., κλιτός, Πλούτ. 2. 1011D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάκλαστος, -ον) ἀνακλῶ
ο προς τα πίσω κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί ανάκλαση
αρχ.
λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα.