ἀνάμιγδα
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
= ἀναμίξ, S.Tr.519(lyr.).
Spanish (DGE)
adv. juntamente ἦν δὲ τόξων πάταγος, ταυρείων τ' ἀνάμιγδα κεράτων había un estruendo de arcos y juntamente de cuernos de toro S.Tr.519.
German (Pape)
[Seite 198] dass., Soph. Tr. 516; Nic. Al. 545.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. *ἀνάμιγα.
Greek Monolingual
ἀνάμιγδα και ἀναμίγδην επίρρ. (Α)
ἀναμίξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμείγνυμι < θ. -μιγ- του αορ. ἐμίγην].
Greek Monotonic
ἀνάμιγδα: = ἀναμίξ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάμιγδα: adv. Soph. = ἀναμίξ.