ἀνίδεος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
German (Pape)
[Seite 236] = ἀνείδεος, was auch v. l., neben ἄμορφος, vom Stil, Phot. 56 b 20.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene una figura determinada τὸ τριχῇ διάστατον προσαγορεύομεν ἴδεον καὶ ἀνίδεον καὶ πανίδεον Zos.Alch.205.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνίδεος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν γνωρίζει, δεν έχει ιδέα για κάτι («ο στραβός κι ο ανίδεος είν' ένα πράμα» — παροιμία)
2. όποιος δεν γνωρίζει κανένα στοιχείο μιας τέχνης ή μιας επιστήμης
3. ανυποψίαστος, ανύποπτος, απληροφόρητος, αμέτοχος
μσν.
εκείνος του οποίου έχει αλλοιωθεί η μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιδέα. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της (ανίδεος μουσικής» κ.λπ.) μαρτυρείται από το 1860 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της ιστορίας Δημήτριο Βερναρδάκη].