ἀνθυποβάλλω

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυποβάλλω Medium diacritics: ἀνθυποβάλλω Low diacritics: ανθυποβάλλω Capitals: ΑΝΘΥΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: anthypobállō Transliteration B: anthypoballō Transliteration C: anthypovallo Beta Code: a)nqupoba/llw

English (LSJ)

A bring objections in turn, retort, Aeschin.3.209.
II substitute fraudulently, Ph.2.630.

Spanish (DGE)

1 refutar c. dat. αὐτῷ Aeschin.3.209.
2 sustituir con fraude ζυγὸν ἄδικον Ph.2.630.

German (Pape)

[Seite 235] dagegen Einwendungen machen, Aesch. 3, 209.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυποβάλλω: представлять встречные доводы, возражать (τινί Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυποβάλλω: φέρω ἐνστάσεις τινί, ἀντερωτῶ, ὅταν ὑμᾶς ἐρωτᾷ ποῖ καταφύγω, ἄνδρες Ἀθηναῖοι; ... ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ, ὁ δὲ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ἀνθυποβάλλω)
1. υποβάλλω ένσταση, μηνύω, αντικρούω αυτόν που με έχει μηνύσει
2. υποκαθιστω με απάτη.