ἀνοργάζω

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοργάζω Medium diacritics: ἀνοργάζω Low diacritics: ανοργάζω Capitals: ΑΝΟΡΓΑΖΩ
Transliteration A: anorgázō Transliteration B: anorgazō Transliteration C: anorgazo Beta Code: a)norga/zw

English (LSJ)

lit.
A knead up: in Pass., ἀνωργασμένον σῶμα relaxed, Hp.Int.21.
II toss, dandle, παιδία Hsch. (nisi ad ἀνορταλίζειν spectat).

Spanish (DGE)

1 relajar ἵνα ἀνοργασμένον τὸ σῶμα ᾖ Hp.Int.21.
2 mecer, acunar Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοργάζω: ἀναζυμώνω, πλάσσω, κοινῶς «πλάθω», μαλάσσω, ἵνα γοῦν ἀνωργασμένον (κοιν. ὡργισμένον) τὸ σῶμα ᾖ πρὸς τὴν φαρμακοποσίην (Ἱππ. 543. 51) = ἀναμεμαλαγμένον· ― «τὸ δὲ μαλάξαι λέγουσι πολλάκις ἀνοργάσαι» Ψελλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 3. 225, 440. ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀνοργάζειν· ἀνακινεῖν».

Greek Monolingual

ἀνοργάζω (Α) οργάζω
ξαναζυμώνω, μαλάσσω.

German (Pape)

erkl. Hesych. ἀνακινέω.