ἀντίχορδος

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίχορδος Medium diacritics: ἀντίχορδος Low diacritics: αντίχορδος Capitals: ΑΝΤΙΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: antíchordos Transliteration B: antichordos Transliteration C: antichordos Beta Code: a)nti/xordos

English (LSJ)

ἀντίχορδον,
A concordant, Hsch.: but,
II metaph., in reply or opposition to, τοῖς πεφιλοσοφημένοις Plu.2.663f.

Spanish (DGE)

-ον
1 discordante ταῦτα μέν ὡς ἀντίχορδα κείσθω τοῖς ὑπὸ σοῦ πεφιλοσοφημένοις Plu.2.663f.
2 concordante Hsch.

German (Pape)

[Seite 264] (χορδή), 1) entgegengestimmt, entgegengesetzt, Plut. Qu. Sat. 4, 1. – 2) gleichtönend?

Russian (Dvoretsky)

ἀντίχορδος: досл. звучащий противоположно, перен. прямо противоположный (τοῖς ὑπό τινος πεφιλοσοφημένοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίχορδος: -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν κατὰ τὸν ἦχον, ἀντίθετος, ἐναντίος, καὶ ταῦτα μὲν ὡς ἀντίχορδα κείσθω τοῖς ὑπὸ σοῦ πεφιλοσοφημένοις Πλούτ. 2. 663Ε· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. δίδει ἐναντίαν ἑρμηνείαν: «ἀντίχορδα· σύγχορδα· ἰσόχορδα».

Greek Monolingual

ἀντίχορδος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν συμφωνεί με κάποιον άλλο, ο αντίθετος.