ἀποκρέμαμαι
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Pass., hang down from, hang on by, Arist.HA553b3; τὰ ἀποκρεμάμενα appendages, ib.620b14; impf. ἀπεκρεμάμην Q.S.11.197; aor. ἀπεκρεμάσθην Luc.DDeor.21.1; ἀποκρεμάμενος τὴν ῥῖνα hook-nosed, Philostr.Her.3.3.
German (Pape)
[Seite 308] herabhangen, Qu. Sm. 11, 197 Ath. III, 74 c.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκρέμαμαι: висеть, свисать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρέμᾰμαι: παθ. κρέμαμαι ἀπό τινος, ἔκ τινος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 21, 4: παρατ. ἀπεκρεμάμην Κόϊντ. Σμ. 11. 197: ἀόρ. ἀπεκρεμάσθην.
Greek Monolingual
βλ. αποκρεμώ.