ἀπόπλους
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
contr. for ὁ ἀπόπλοος¹ and ἀπόπλοος², ον.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 départ par eau;
2 retour par eau.
Étymologie: ἀποπλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπλους:
I ὁ стяж. = ἀπόπλοος I.
стяж. = ἀπόπλοος II.