ἀργυρίς

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρίς Medium diacritics: ἀργυρίς Low diacritics: αργυρίς Capitals: ΑΡΓΥΡΙΣ
Transliteration A: argyrís Transliteration B: argyris Transliteration C: argyris Beta Code: a)rguri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A silver cup or vessel, Pi.O.9.90, Pherecr.129, IG 1.127.16, SIG2588.142 (Delos, ii B.C.), Ath. 11.502a.
2 plate in general, πίνειν ἐξ ἀργυρίδων χρυσῶν Anaxil.40.
II = δραχμή, Heraclid.Lemb.5.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρίς) -ίδος, ἡ
• Morfología: [ac. sg. ἄργυριν Alcm.3.77]
1 vaso o copa de plata Alcm.3.77, Pi.O.9.90, Pherecr.135, IG 13.306.35, 36, etc. (V a.C.), ID 442.B.142 (II a.C.), Poll.6.98, Ath.502a, Aristaenet.2.18.20.
2 vaso gener. ἐξ ἀργυρίδων χρυσῶν Anaxil.40, cf. Ath.784a.
3 moneda de plata, dracma Heraclid.Lemb.5.

German (Pape)

ίδος, ἡ, Silbergeschirr, bes. Becher, ἀγὼν ἀμφ' ἀργυρίδεσσι Pind. Ol. 9.97; nach Ath. XI.502a bei den Athenern = ἀργυραῖ φιάλαι; überhaupt Becher, wie Anax. ib. 784a ἐξ ἀργυρίδων χρυσῶν sagt; – Alexarchus bei Ath. III.98e nennt auch die Drachme ἀργυρίς.

Russian (Dvoretsky)

ἀργυρίς: ίδος ἡ серебряный сосуд Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργυρίς: -ίδος, ἡ, ἀργυροῦν ποτήριονφιάλη, ἀγῶν’ ἀμφ’ ἀργυρίδεσσιν Πινδ. Ο. 9. 137, ποῖ τὴν ἀργυρίδα τηνδὶ φέρεις; Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 6 (Ἀθήν. 502Α), Συλλ. Ἐπιγρ. 140. 46., 141Β. 12., 142. 13. 2) φιάλη ἐν γένει, οὐ μόνον ἐξ ἀργύρου, καὶ πίνειν ἐξ ἀργυρίδων χρυσῶν Ἀναξίλας ἐν Ἀδήλ. 8. ΙΙ. = δραχμὴ κωμικῶς, «Ἀλέξανδρος ὁ τὴν Οὐρανόπολιν κτίσας διαλέκτους ἰδίας εἰσήνεγκεν· ὀρθοβόαν μὲν τὸν ἀλεκτρυόνα καλῶν καὶ βροτοκέρτην τὸν κουρέα, καὶ τὴν δραχμὴν ἀργυρίδα» Ἀθήν. 98Ε.

English (Slater)

ἀργῠρίς silver cup, vessel οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶνα πρεσβυτέρων ἀμφ ἀργυρίδεσσιν (ἀργύρειαι φιάλαι ἆθλα ἦσαν ἐν Μαραθῶνι ἐν τοῖς Ἡρακλείοις. Σ.) (O. 9.90)

Greek Monolingual

ἀργυρίς, η (Α) άργυρος
1. αργυρό ποτήρι ή φιάλη
2. (γενικά) ποτήρι
3. η δραχμή.