ἀσκέπτως
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
French (Bailly abrégé)
adv.
inconsidérément, sans réflexion;
Cp. ἀσκεπτότερον.
Étymologie: ἄσκεπτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκέπτως:
1 необдуманно, наобум (λέγειν Arst.);
2 невнимательно: ἀ. ἔχειν τινός Plat. не обращать внимания на что-л.