ἀστεροσκοπία
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ἡ, observation of the stars, stargazing; v. ἀστεροσκοπέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
observación de las estrellas S.E.M.5.80, Herm.in Phdr.109.
German (Pape)
[Seite 375] ἡ, Sternbeschauung, Sext. Emp.
Greek Monolingual
η (AM ἀστεροσκοπία) αστεροσκόπος
η παρατήρηση και μελέτη των άστρων.
Russian (Dvoretsky)
ἀστεροσκοπία: ἡ наблюдение за звездами Sext.