ἀσυμπάθητος

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμπάθητος Medium diacritics: ἀσυμπάθητος Low diacritics: ασυμπάθητος Capitals: ΑΣΥΜΠΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: asympáthētos Transliteration B: asympathētos Transliteration C: asympathitos Beta Code: a)sumpa/qhtos

English (LSJ)

ἀσυμπάθητον, = ἀσυμπαθής (without fellow-feeling, without sympathy, unaffected, without sympathy with) 1, An.Ox. 2.340.

Spanish (DGE)

-ον que carece de compasión, cruel, An.Ox.2.340.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπάθητος: -ον, = τῷ προηγ., Νικηφ. Βλεμμ. ἐν Μαΐου Coll. nov. Vat. τ. 2. σ. 616.

Greek Monolingual

και ασυμπάθιστος, -η, -ο (Μ ἀσυμπάθητος, -ον) συμπαθώ
εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος
1