ἄκαρτος

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαρτος Medium diacritics: ἄκαρτος Low diacritics: άκαρτος Capitals: ΑΚΑΡΤΟΣ
Transliteration A: ákartos Transliteration B: akartos Transliteration C: akartos Beta Code: a)/kartos

English (LSJ)

ἄκαρτον, (κείρω) unshaven, πώγωνες Ath.5.211e; ἀνθρωπάρια Ps.-Callisth.3.8.

Spanish (DGE)

-ον no afeitado πώγωνες Ath.211e, Gloss.3.329.

German (Pape)

[Seite 69] ungeschoren, πώγων Ath. V, 211 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκαρτος: -ον, (κείρω) μὴ κεκαρμένος, ἀκούρευτος, Ἀθήν. 211Ε.

Greek Monolingual

ἄκαρτος, -ον (Α)
ο ακούρευτος (αναφέρεται και σε μαλλιά και σε γένια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καρτὸς < κείρω «κουρεύω»].