ἄσκη
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἡ, = ἄσκησις, Pl.Com.234.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
ejercitación, entrenamiento en el gimnasio, Pl.Com.262, cf. Arc.106.25, Hsch.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, = ἄσκησις; Plat. com., bei Poll. 3, 154 getadelt.
Greek Monolingual
ἄσκη, η (Α)
η άσκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παράγωγο του ασκώ].