ἅλιμος
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ἅλιμον, (ἅλς)
A of the sea or belonging to the sea, ὄτοβος Trag.Adesp.247; τὰ ἅλιμα = seaside, LXX Je.17.6.
II as substantive, ἅλιμον, τό, tree purslane, Atriplex halimus, Antiph.160, Thphr. HP 4.16.5, Dsc.1.91 (ἅλιμος, ὁ, Ps.-Dsc.ibid.). (sometimes written ἄλιμον, cf. AB376.)
Spanish (DGE)
(ἅλῐμος) -ον
• Alolema(s): ἄλιμον Gal.11.821
• Grafía: prob. graf. ἀλίμων por ἅλιμον Lex.Seg.19.16
• Prosodia: [ᾰ]
I marítimo ὄτοβος Trag.Adesp.247.
II subst. τὸ ἅλιμον
1 τὰ ἅλιμα = lugares costeros e.e. lugares salobres κατασκηνώσει ἐν ἁλίμοις καὶ ἐν ἐρήμῳ LXX Ie.17.6.
2 bot. orzaga, osagra, salado, Atriplex halimus L., Antiph.158, Thphr.HP 4.16.5, LXX Ib.30.4, Dsc.1.91, Gal.l.c., Hsch., Lex.Seg.l.c., AB 376.23.
German (Pape)
[Seite 96] ἅλιμον, salzig, Antiphan. Ath. IV, 161 a; ὁ ἅλιμος, auch τὸ ἅλιμον, eine Art strauchartiger Spinat, Theophr. (Atriplex halimus).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de mer.
Étymologie: ἅλς¹.
Wikipedia EN
Atriplex halimus (known also by its common names: Mediterranean saltbush, sea orache, shrubby orache, silvery orache; /ˈɒrətʃ/; also spelled orach) is a species of fodder shrub in the family Amaranthaceae.
Wikipedia DE
Die Strauch-Melde (Atriplex halimus) ist eine Pflanzenart in der Familie der Fuchsschwanzgewächse (Amaranthaceae). Das natürliche Verbreitungsgebiet dieser halophytischen Art liegt im gesamten Mittelmeerraum und an der Atlantikküste Südwesteuropas, sowie auf den Kanarischen Inseln.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλῐμος: -ον, (ἅλς) ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, θαλάσσιος, Λατ. marinus, Ἡσύχ. «ἅλιμα, θαλάσσια», γῆ ἁλμυρὰ παρὰ τὴν θάλασσαν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 6). ΙΙ. ὡς ουσιαστ., ἅλιμον, τὸ, θάμνος φυόμενος παρὰ τὴν θάλασσαν, «ἁρμυρήθρα» Ἀντιφ. ἐν «Μνήμασι» 1. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 16, 5· παρὰ Διοσκ. ἀρσ. ὁ ἅλιμος, «θάμνος ἐστὶ φραγμίτης, ὑπόλευκος, οὐκ ἔχων ἀκάνθας, φύλλα δὲ ἐλαίᾳ παραπλήσια, πλατύτερα μέντοι καὶ ἁπαλώτερα· φύεται ἐν παραθαλασσίοις καὶ φραγμοῖς» 1.120.