Ἀττικίζω

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀττῐκίζω Medium diacritics: Ἀττικίζω Low diacritics: Αττικίζω Capitals: ΑΤΤΙΚΙΖΩ
Transliteration A: Attikízō Transliteration B: Attikizō Transliteration C: Attikizo Beta Code: *)attiki/zw

English (LSJ)

A side with the Athenians, Th.3.62, X.HG1.6.13, Hell.Oxy.12.1.
II speak Attic, Eup.8.3 D., Pl.Com.168.1; opp. Ἑλληνίζω, Posidipp. 28.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀττικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, λαμβάνω τὸ μέρος τῶν Ἀθηναίων, Θουκ. 3. 62, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6. 13. ΙΙ. ὁμιλῶ τὴν Ἀττικὴν διάλ., Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 1, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ Ἑλληνίζω, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 2.

Greek Monotonic

Ἀττικίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (Ἀττικός), συντάσσομαι με τους Αθηναίους, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

[αττικός]
to side with the Athenians, Thuc., Xen.