ἐγκέλευστος
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
ἐγκέλευστον, urged on, ὑπό τινος X.An. 1.3.13.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἐκκ- Synes.Ep.73 (p.132)
1 animado, apremiado, instigado de pers. ἀνίσταντο ... ὑπ' ἐκείνου ἐγκέλευστοι X.An.1.3.13, ὑπὸ Κύρου X.Cyr.5.5.39, cf. D.H.4.12, κατήγορος Synes.l.c.
2 dirigido θρῆνος ἐ. I.BI 2.6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a reçu un ordre, ordonné.
Étymologie: ἐγκελεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκέλευστος: повинующийся (действующий по) приказанию, побуждаемый (ὑπό τινος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέλευστος: -ον, ἐγκελευσθείς, διαταχθείς, «βαλμένος», Ξεν. Ἀν. 1. 3, 13.
Greek Monolingual
ἐγκέλευστος, -ον (Α)
εγκάθετος, διαταγμένος, βαλτός.
Greek Monotonic
ἐγκέλευστος: -ον, παροτρυμένος, αυτός που έχει προσταχθεί, αυτός που έχει δεχθεί διαταγή, διατεταγμένος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐγκέλευστος, ον
urged on, bidden, commanded, Xen. [from ἐγκελεύω