ἐγκαταφλέγω
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
burn in, βόθροις Gp.9.6.3.
Spanish (DGE)
quemar en φρύγανα καὶ κάλαμον ... τοῖς βόθροις Gp.9.6.3
•fig. consumir en v. pas. οἱονεὶ πυρὶ τοῖς σπλάγχνοις ἐγκαταφλέγεσθαι ser consumido en las entrañas como por un fuego Gr.Nyss.Hom.Opif.M.44.220B.
German (Pape)
[Seite 706] darin verbrennen. Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταφλέγω: μέλλ. -ξω, καταφλέγω, κατακαίω ἐντός τινος, ἐγκαταφλέξομεν τοῖς βόθροις Γεωπ. 9. 6, 2.
Greek Monolingual
ἐγκαταφλέγω (Μ)
κατακαίω κάτι μέσα σε κάποιον χώρο («ἐγκαταφλέξομεν τοῖς βόθροις»).