ἐγκλιματικός
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
= ἐγκλιτικός, AB1144.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
gram. enclítico αἱ ἀντωνυμίαι Hdn.Gr.1.554, AB 1144; v. tb. ἐγκλιτικός.