ἐκπνευματῶ

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source

Greek Monolingual

ἐκπνευματῶ (ἐκπνευματόω) (Α)
1. μεταβάλλω σε αέριο, εξαερώνω
2. μεταβάλλω τον αέρα σε άνεμο
3. αφαιρώ τον αέρα από ασκό, ξεφουσκώνω
4. αφήνω κάτι να βγει σαν αέρας («δεῖ τῶν νέων ἐκπνευματοῦν τὸ οἴημα», Πλούτ.)
5. (παθ. ή μέσ.) φυσώ σαν άνεμος
6. (μέσ. και παθ.) εξογκώνομαι, φουσκώνω με φύσημα.