ἐκφυτεύω
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
A plant out, πήγανον εἰς συκῆν Arist.Pr.924b36.
II plant, χώραν Heraclid.Pol.36; ἄλσος Philostr.VS1.23.2:—Pass., ib. 2.23 3.
Spanish (DGE)
1 injertar πήγανον ... εἰς συκῆν Arist.Pr.924b36, en v. pas. ἐκφυτεύεται se injerta Arist.Pr.ib.
2 plantar χώραν Heraclid.Lemb.Pol.36, ὃ (ἄλσος) Philostr.VS 527, en v. pas. γῆ ... ἐκπεφυτευμένη δένδρεσι Philostr.VS 606.
German (Pape)
[Seite 787] aus-, verpflanzen; εἰς συκῆν Arist. Probl. 20, 18; bepflanzen, Heracl. Pont. 11.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφῠτεύω: бот. прививать (πήγανον εἰς συκῆν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφῠτεύω: μεταφυτεύω ἐπάνω εἰς δένδρον, διὰ τί πήγανον κάλλιστον καὶ πλεῖστον γίνεται ἐάν τις ἐκφυτεύσῃ εἰς συκῆν; ἐκφυτεύεται δὲ περὶ τὸν φλοιὸν καὶ περιπλάττεται πηλῷ Ἀριστ. Προβλ. 20. 18· φυτεύω τόπον, πληρῶ φυτῶν, Ἡρακλείδ. Ποντικ. 11, Φιλόστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 332, 26.
Greek Monolingual
ἐκφυτεύω (Α)
1. (για δέντρο) μεταφυτεύω
2. φυτεύω τόπο, γεμίζω έναν τόπο με φυτά.