ἐμβριθῆς
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρῐθῆς: -ές, (βρίθω) βαρύς, ἐπὶ σχοινίων, Ἡρόδ. 7. 36˙ ἐμβρ. καὶ βαρὺ Πλάτ. Φαίδ. 81C˙ ἐμβριθεστέραν ποιεῖν τὴν πληγὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10. 61˙ ― ἐπὶ ἤχου, βαρύς, ἠχηρός, Πλάτ. Κρατ. 407Α. 2) μεταφ., ὡς τὸ Λατ. gravis, ἔχων βαρύτητα, σοβαρός, σπουδαῖος, ἦθος. Πλάτ. Ἐπιστ. 328Β˙ φρόνημα, φύσις Πλουτ. Περικλ. 4, Βροῦτ. 1˙ τὸ ἐμβριθές, ἡ ἐμβρίθεια, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον Ἐπιστ. β΄, 2˙ ἐπὶ προσώπων ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς ἐννοίας, ἐπίμονος, ἰσχυρογνώμων, Ἱππ. 1275. 20˙ οἱ ἐμβριθέστεροι, οἱ βαρύτεροι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ὀξεῖς, Πλάτ. Θεαίτ. 144Β. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, βαρὺς ἐπαχθής, λυπηρός, κακὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 693˙ τῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἐμβριθέστερον Σοφ. Ἀποστ. 696˙ ἐπὶ προσώπων, βίαιος, Ἡρωδιαν. 3. 11. 1. ΙΙ. ἐπίρρ. -θῶς, σοβαρῶς, σταθερῶς, Δίων Κ. 69. 6˙ ― συγκρ. -έστερον εὐκοπώτερον, τῶν μὲν οὖν Διὸς ὀπαδῶν ὁ ληφθεὶς ἐμβριθέστερον δύναται φέρειν τὸ τοῦ πτερωνύμου ἄχθος Πλάτ. Φαῖδρ. 252C.