ἐξαπατῶ

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

(AM ἐξαπατῶ, ἐξαπατάω) (επιτ. τ. του απατῶ, συχνά και χωρίς επιτ. σημ.)
1. ξεγελώ, κοροϊδεύω, δολιεύομαι, παραπλανώ
(α. «τον εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ' ἐξηπάτησεν Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.)
2. (για γυναίκα) με απατηλές υποσχέσεις παρασύρω, ξεπλανώ, εκμαυλίζω («τήν εξαπάτησε με υπόσχεση γάμου»)
νεοελλ.
παθ. (για συζύγους) γίνομαι θύμα συζυγικής απιστίας, μοιχείας του ή της συζύγου («εξαπατημένος κι ευχαριστημένος»)
αρχ.
φρ. «ἐξαπατῶ νόσον» — ελαττώνω κάπως έμμεσα την οξύτητα της ασθένειας, του παθήματος, ξεγελώ την αρρώστια ή την πείνα, τη δίψα κ.λπ.