ἐπιγονατίς
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A knee-pan, Ruf. ap. Orib.25.1.50, Sor.1.103, Gal. 2.303; cf. ἐπιγουνατίς.
II. garment reaching to the knee, Paus. Gr.Fr.144.
German (Pape)
[Seite 933] ίδος, ἡ, ion. ἐπιγουνατίς, die Kniescheibe, Hippocr.; ein bis auf die Kniee reichendes Kleid, Paus. bei Eust. Il. p. 976, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγονᾰτίς: -ίδος, ἡ (γόνυ) τὸ ἐπὶ τοῦ ἁρμοῦ τοῦ γόνατος ὀστοῦν, τὸ ἄλλως μύλη λεγόμενον, Γαλην. τ. 14. σ. 796. 17, τ. 19. σ. 99. 13, Μελέτ. ἐν Ἀνεκδ. Κραμήρου τ. 3. σ. 128, 26. II. ἔνδυμά τι μέχρι γόνατος διῆκον, Παυσ. παρ’ Εὐστ. Ἰλ. 976. 14.