Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιμηλίς

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμηλίς Medium diacritics: ἐπιμηλίς Low diacritics: επιμηλίς Capitals: ΕΠΙΜΗΛΙΣ
Transliteration A: epimēlís Transliteration B: epimēlis Transliteration C: epimilis Beta Code: e)pimhli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, (μῆλον)
A a kind of medlar, mespilus germanica, Dsc. 1.118; or pear, Pamphil. ap. Ath.3.82d, cf. Hsch.
II. = πόρπη, Id.

German (Pape)

[Seite 962] ίδος, ἠ, eine Mispelart, Diosc.; eine Birnenart, Ath. III, 82 d XIV, 650 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον) εἶδος μεσπίλου, «μεσπίλου δὲ καὶ ἕτερόν ἐστιν εἶδος ἐν Ἰταλίᾳ γεννώμενον, ὃ ἔνιοι ἐπιμηλίδα καλοῦσιν» Διοσκ. 1. 170· εἶδος ἀπιδίου, ἐπιμηλὶς δὲ καλεῖται, φησὶ Πάμφιλος, τῶν ἀπίων τι γένος Ἀθήν. 82D, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐπιμηλίς, ἡ (Α)
1. πόρπη
2. είδος αχλαδιού
3. είδος «μεσπίλου», μούσμουλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηλίς (< μήλον (II) «μήλο»)].

Frisk Etymological English

See also: s. μῆλον