ἐρίδηλος

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίδηλος Medium diacritics: ἐρίδηλος Low diacritics: ερίδηλος Capitals: ΕΡΙΔΗΛΟΣ
Transliteration A: erídēlos Transliteration B: eridēlos Transliteration C: eridilos Beta Code: e)ri/dhlos

English (LSJ)

ἐρίδηλον, = ἀρίδηλος, Hdn.Epim.185.

German (Pape)

[Seite 1028] sehr deutlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίδηλος: -ον, κατάλληλος, ἐπιφανὴς λίαν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιη΄, ς. 15.

Greek Monolingual

ἐρίδηλος, -ον (Α)
1. κατάλληλος, πολύ επιφανής
2. προφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + δήλος].