ἑκατόμπολις

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόμπολις Medium diacritics: ἑκατόμπολις Low diacritics: εκατόμπολις Capitals: ΕΚΑΤΟΜΠΟΛΙΣ
Transliteration A: hekatómpolis Transliteration B: hekatompolis Transliteration C: ekatompolis Beta Code: e(kato/mpolis

English (LSJ)

ι, with a hundred cities, Κρήτη Il.2.649; of Laconia, Str.8.4.11:—also ἑκατοντάπολις [τᾰ], Κρήτη Id.10.4.15.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτόμπολις) -εως
la que tiene cien ciudades epít. de la isla de Creta Il.2.649, cf. Scyl.Per.47, Seru.Aen.3.106, Isid.Etym.14.6.15, de Esparta, Str.8.4.11
como adj. λαός ref. los cretenses, Nonn.D.13.227, 378, cf. ἑκατοντάπολις.

German (Pape)

[Seite 752] mit hundert Städten; Κρήτη Il. 2, 649; Λακωνική Strab. VIII, 362.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιος;
aux cent villes.
Étymologie: ἑκατόν, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατόμπολις: имеющий сто (или множество) городов, стоградный (Κρήτη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόμπολις: ι, ἐπὶ χώρα, ἡ ἔχουσα ἑκατὸν πόλεις, οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 649, πρβλ. Στράβωνα 362.

English (Autenrieth)

hundred-citied, in round numbers (cf. Od. 19.174), epithet of Crete, Il. 2.649†.

Greek Monolingual

ἑκατόμπολις, -ι (Α)
(για χώρες) αυτός που έχει εκατό πόλεις.

Greek Monotonic

ἑκᾰτόμπολις: -ι, η χώρα που αριθμεί εκατό πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

with a hundred cities, Il.