ἑρπήν

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρπήν Medium diacritics: ἑρπήν Low diacritics: ερπήν Capitals: ΕΡΠΗΝ
Transliteration A: herpḗn Transliteration B: herpēn Transliteration C: erpin Beta Code: e(rph/n

English (LSJ)

ῆνος, ὁ, = ἕρπης¹.

German (Pape)

[Seite 1034] ῆνος, ὁ, = ἕρπης, VLL.; nach E. M auch ἑρπήνη, vgl. Lob. Aglaoph. 1087.

Greek Monolingual

ἑρπήν, ὁ (Α)
ασθένεια του δέρματος, βλ. έρπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρπω. Αναλογικός σχηματισμός κατά το λειχήν.