ἑτοιμόρροπος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμόρροπος: -ον, ὁ ἑτοίμως ῥέπων πρὸς τὰ κάτω, κεκλιμένος καὶ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, Νικήτ. Χρον. 95D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτοιμόρροπος, -ον)
αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω και είναι έτοιμος να πέσει («ετοιμόρροπο κτήριο»)
νεοελλ.
μτφ.
1. (γενικά) ο έτοιμος να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο κράτος, ετοιμόρροπη επιχείρηση»)
2. (για ανθρώπους) ο ετοιμοθάνατος, ο μεγάλης ηλικίας ή επισφαλούς υγείας άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -ροπος (< ρέπω), πρβλ. αμφίρροπος, ανισόρροπος].

German (Pape)

sich leicht wohin neigend, geneigt, Sp.