Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκθεμα

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκθεμα Medium diacritics: ἔκθεμα Low diacritics: έκθεμα Capitals: ΕΚΘΕΜΑ
Transliteration A: ékthema Transliteration B: ekthema Transliteration C: ekthema Beta Code: e)/kqema

English (LSJ)

ἐκθέματος, τό, public notice, proclamation, edict, PRev.Laws33.10 (iii B.C.), Plb.31.6(10).1(pl.); ἀπ' ἐκθέματος = Lat. ex edicto, IG 7.2712.26,73 (Acraephia), cf. SIG1023.61 (Cos).

Spanish (DGE)

ἐκθέματος, τό
• Grafía: graf. ἔχθεμα PPetr.2.13.6.19 (III a.C.), PZen.Col.13.1 (III a.C.), ἔκχθεμα Sokolowski 3.173.61 (Cos III/II a.C.)
1 anuncio público, documento expuesto a la vista del público, con diversos fines, gener. de carácter oficial ἐκθέματα κατὰ τὰς πόλεις ἐξέθηκε τὰς ἐπιφανεστάτας Plb.31.6.1, ἐξεθήκαμεν ἔκθεμα ἐν τῇ ἀγορᾷ PZen.Col.l.c., cf. Sokolowski l.c., ἐκθὲς οὖν ἔ. καὶ προκήρυξον εἰ ... PPetr.2.13.18b.10 (III a.C.), cf. PRev.Laws 26.13, 33.10 (III a.C.), σοῦ ... δι' ἐκθεμάτων ἀπαγορεύσαντος SB 5235.11 (I d.C.), de carácter privado ἀντίγραφον ἐκθέματος PFlor.99.1 (I/II d.C.), ἠρίστισεν δὲ αὐτοὺς ἀπ' ἐκθέματος κατ' ἰδίαν IG 7.2712.73, cf. 26 (Acrefia I d.C.), ref. un edicto del prefecto τὸ ὑπογεγραμμένον ἔκθεμα πρόθες ἐν οἷς καθήκει τοῦ νόμου τόποις IFayoum 75 (I d.C.), un edicto real κατὰ πόλιν καὶ χώραν, οὗ ἂν ἐξετέθη τὸ ἔ. LXX Es.8.17
condenado como barbarismo, Phryn.219.
2 lugar conspicuo, prostíbulo ἐποίησας σεαυτῇ ἔ. ἐν πάσῃ πλατείᾳ te has construido un lupanar en cada plaza LXX Ez.16.24ε, cf. Polychron.Fr.Ezech.16.24.
3 prob. exposición, explicación ἀριθμητικὸν ἔκθεμα Theol.Ar.30.

German (Pape)

[Seite 760] τό, das Ausgestellte, ein Anschlag, auf dem ein Befehl bekannt gemacht wird, Edikt, Pol. 31, 10, 1 u. Sp. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 249.

Russian (Dvoretsky)

ἔκθεμα: ἐκθέματος τό публичное распоряжение, приказание Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθεμα: τό, πρόσταγμα γεγραμμένον ἐπὶ πίνακος καὶ ἐκτεθειμένον εἰς διάφορα μέρη τῶν πόλεων, πρόγραμμα, Πολύβ. 31. 10, 1· ἀπ’ ἐκθέματος = ex edicto, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 7 καὶ 54.

Greek Monolingual

το (AM ἔκθεμα)
νεοελλ.
1. αντικείμενο που εκτίθεται δημόσια για θέα ή πώληση κυρίως σε οργανωμένη έκθεση προϊόντων ή καλλιτεχνημάτων («εκθέματα λαϊκής χειροτεχνίας»)
2. περίληψη του πινακίου τών δικών, τοιχοκολλημένη στο δικαστήριο
αρχ.
κρατικό διάταγμα γραμμένο σε πολλούς πίνακες που εκτίθενται σε διάφορα μέρη της πόλης ή της χώρας για να λάβει γνώση το κοινό.