ἠνίδε
From LSJ
English (LSJ)
v. ἤν (B).
German (Pape)
[Seite 1172] auch ἤνιδε betont, d. i. ἢν ἰδέ, siehe, siehe da! Theocr. 3, 10. 1, 149; Callim. Del. 132; öfter Anth., z. B. ἠνίδε φλόγα Antiphil. 36 (VII, 399).
Russian (Dvoretsky)
ἠνίδε: v.l. ἡνίδε (ῐ) interj. вот! или смотри! Anth., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἠνίδε: ἴδε ἐν λ. ἤν (ἐπιφώνημα).
Greek Monolingual
ἠνίδε (Α)
(επίρρ. ἤν + ἴδε)
βλ. ην (ΙΙ).
Greek Monotonic
ἠνίδε: βλ. ἤν (ως επιφώνημα), για δες! κοίτα!