ἡμίπλευρος

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίπλευρος Medium diacritics: ἡμίπλευρος Low diacritics: ημίπλευρος Capitals: ΗΜΙΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: hēmípleuros Transliteration B: hēmipleuros Transliteration C: imiplevros Beta Code: h(mi/pleuros

English (LSJ)

v. ἡμίκοπος.

Greek Monolingual

-ον ἡμίπλευρος (Α)
κομμένος σε δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πλευρος < πλευρά (πρβλ. άπλευρος, ισόπλευρος)].