ἡμίσικλον
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
τό, half-σίκλος, J.AJ7.13.1: ἡμισίκλιον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίσικλον: τό, ἥμισυς σίκλος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 13, 1· - σίκλιον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡμίσικλον και ἡμισίκλιον, τὸ (Α)
μισός σίκλος, είδος αρχαίου νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σίκλος «μονάδα βάρους - νομισματική μονάδα»].