ἰχνογραφία

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχνογρᾰφία Medium diacritics: ἰχνογραφία Low diacritics: ιχνογραφία Capitals: ΙΧΝΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: ichnographía Transliteration B: ichnographia Transliteration C: ichnografia Beta Code: i)xnografi/a

English (LSJ)

ἡ, tracing out: ground-plan, Vitr.1.2.2.

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, Grundriß, Vitruv. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνογρᾰφία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ γράφειν τὰ ἴχνη, τὰς κυριωτάτας γραμμάς, σχεδίασμα, Βιτρούβ. 1. 2, § 20.

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰχνογραφία) ιχνογράφος
παράσταση ενός θέματος με γραμμές και χωρίς χρώματα, σχεδίασμα, ιχνογράφημα
νεοελλ.
1. το σχετικό μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία
2. το μαθητικό τετράδιο ή βιβλίο που περιέχει ασκήσεις ή υποδείγματα ιχνογράφησης.