ἱερευτικός

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερευτικός Medium diacritics: ἱερευτικός Low diacritics: ιερευτικός Capitals: ΙΕΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hiereutikós Transliteration B: hiereutikos Transliteration C: iereftikos Beta Code: i(ereutiko/s

English (LSJ)

ἱερευτική, ἱερευτικόν, sacrificial, sacred, belonging to a ἱερόν, [γῆ] PTeb.5.236 (ii B.C.): ἱερευτικά, τά, ib.257.

Greek Monolingual

ἱερευτικός, -ή, -όν (Α) ιερεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάτι ιερό.