ὀκτάμηνος
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ὀκτάμηνον, eight months old, in the eighth month, Hp.Alim.42, X.Cyn.7.6, Arist.HA545a29, etc.; of eight months' duration, IG11(2).199A13 (Delos, iii B. C.); ὀκτάμηνος as fem., X. l.c., Hp.Epid.2.3.17; (sc. περίοδος) PCair.Zen.327.77 (iii B. C.); but ὀκτάμηναι Arist.HA583b33.
German (Pape)
[Seite 317] acht Monate alt, im achten Monat, Xen. Cyn. 7, 6 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui dure huit mois, de huit mois.
Étymologie: ὀκτώ, μήν².
Russian (Dvoretsky)
ὀκτάμηνος: 2, реже 3 (ᾰ) восьмимесячный Xen., Arst.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάμηνος: -ον, ὁ ἔχων ὀκτὼ μηνῶν ἡλικίαν, ὁ κατὰ τὸν ὄγδοον μῆνα εὑρισκόμενος, Ξεν. Κυν. 7, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 11, κλ.· ὀκτάμηνος ὡς θηλ., Ἱππ. 1031C, κλ.· ἀλλὰ ὀκτάμηναι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 2.
Greek Monolingual
και οχτάμηνος, -η, -ο (Α ὀκτάμηνος και ὀκτώμηνος, -ον, θηλ. πληθ. και ὀκτάμηνοι)
1. αυτός που βρίσκεται στον όγδοο μήνα, που έχει ηλικία οκτώ μηνών
2. αυτός που διαρκεί οκτώ μήνες («οκτάμηνη θητεία»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οκτάμηνο- χρονική περίοδος οκτώ μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -μηνός (< μήν, μηνός)].
Greek Monotonic
ὀκτάμηνος: [ᾰ], -ον (μήν), αυτός που έχει ηλικία οκτώ μηνών, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὀκτά-˘μηνος, ον, [μήν]
eight months old, Xen.