ὀνειροπόλημα
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
German (Pape)
[Seite 346] τό, der Traum, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειροπόλημα: τό, τὸ ὀνειροπολεῖν, ὄνειρον, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 629C.
Greek Monolingual
το (Α ὀνειροπόλημα) ονειροπολώ
νεοελλ.
1. το να αφαιρείται κανείς, να απομακρύνεται από την πραγματικότητα και να αναπολεί παλιές ευχάριστες καταστάσεις ή να πλάθει με τη φαντασία του άλλες, καινούργιες
2. φανταστική οπτασία, ονειροφαντασία, χιμαιρικός πόθος, απραγματοποίητος πόθος, χίμαιρα
αρχ.
όνειρο, ενύπνιο.