ὀπισθίδιος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθίδιος Medium diacritics: ὀπισθίδιος Low diacritics: οπισθίδιος Capitals: ΟΠΙΣΘΙΔΙΟΣ
Transliteration A: opisthídios Transliteration B: opisthidios Transliteration C: opisthidios Beta Code: o)pisqi/dios

English (LSJ)

α, ον, = ὀπίσθιος (hinder, belonging to the hinder part, hind), Sophr. 50, Call. Dian. 151, AP 9.482 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 358] = ὀπίσθιος; Callim. Dian. 151; σκέλη, Hinterfüße, Plut. Eum. 11; ὁδός, Agath. 72 (IX, 482).

Russian (Dvoretsky)

ὀπισθίδιος: (ῐδ) Anth. = ὀπίσθιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθίδιος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Καλλίμ. εἰς Ἄρτ. 151, Ἀνθ. Π. 9. 482.

Greek Monolingual

ὀπισθίδιος, -ία, -ον (Α)
οπίσθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νοσφίδιος)].