ὀστρακόχρους
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
dont la peau est une écaille, dont la peau est dure comme une écaille.
Étymologie: ὄστρακον, χρόα.
Middle Liddell
ὀστρᾰκό-χρους, ουν, χρόα
with metapl. acc. ὀστρακόχροα, with a hard skin or shell, Anth.
German (Pape)
zusammengezogen aus ὀστρακόχροος.