ὁλόκυρος

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόκυρος Medium diacritics: ὁλόκυρος Low diacritics: ολόκυρος Capitals: ΟΛΟΚΥΡΟΣ
Transliteration A: holókyros Transliteration B: holokyros Transliteration C: olokyros Beta Code: o(lo/kuros

English (LSJ)

ἡ, Pontic for χαμαίπιτυς, Dsc.3.158, Apollod. ap. Ath.15.681d (ὁλόκληρος is f.l. in Paul.Aeg.5.46, ὁλόπυρος in Orib.12 s.v. χαμαίπιτυς).

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόκυρος: ἡ, οὕτως ἐκαλεῖτο ἐν Πόντῳ ἡ χαμαίπιτυς, Διοσκ. 3. 175, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 681D.

Greek Monolingual

ὁλόκυρος, ἡ (Α)
στον Πόντο) το φυτό χαμαίπιτυς.