ὄχμα
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
English (LSJ)
πόρπημα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 431] τό, = ἔχμα, Halt, Fessel, Hesych., der es auch πόρπημα erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχμα: τό, (ἔχω) ὡς τὸ ἔχμα, «πόρπημα» Ἡσύχ.
Frisk Etymological English
ὀχμάζω, ὄχμος See also: s. 1. ἔχω.
Frisk Etymology German
ὄχμα: ὀχμάζω, ὄχμος
{ókhma}
See also: s. 1. ἔχω.
Page 2,457
Mantoulidis Etymological
-ατος τό (=στήριγμα, δεσμός). Ἀπό τό ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.