ὑδροσκόπος

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροσκόπος Medium diacritics: ὑδροσκόπος Low diacritics: υδροσκόπος Capitals: ΥΔΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hydroskópos Transliteration B: hydroskopos Transliteration C: ydroskopos Beta Code: u(dro/skopos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, water-seeker, well-sinker, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1174] Wasser suchend, auffindend, ὁ ὑδροσκόπος, Wassersucher, Brunnengräber (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροσκόπος: ὁ, ὁ ἀναζητῶν ὕδωρ, ἐξετάζων τὸν τόπον πρὸς ἀνεύρεσιν μερῶν ἔνθα ὑπάρχουσιν ὕδατα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο / ὑδροσκόπος, ΝΑ
αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την κατασκευή φρεάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος].