ὑπέρτασις
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A excessive tension, Anon.Lond.2.28.
2 ὑ. ὑπέρ τι elevation above... M.Ant.10.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρτᾰσις: -εως, ἡ, ὑπερβάλλουσα ἔντασις, τῶν νεύρων Ζωναρ. Χρον. τ. 1, σ. 39., τ. 2. σ. 8, κλπ.· ὑπ. ὑπέρ τι, ὕψωσις ὑπεράνω τινός, Μᾶρκ. Ἀντων. 10. 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
tension excessive ; élévation.
Étymologie: ὑπερτείνω.