ὑπερυθριάω
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
English (LSJ)
aor. 1 -ίᾱσα, grow rather red, blush a little, Ar.Pl.702.
German (Pape)
[Seite 1203] etwas roth werden, erröthen, Ar. Plut. 702.
French (Bailly abrégé)
ὑπερυθριῶ :
rougir un peu.
Étymologie: ὑπέρυθρος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερυθριάω: слегка краснеть, румяниться Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερυθριάω: μέλλ. = άσω [ᾱ], γίνομαι ὑπέρυθρος, κοκκινίζω ὀλίγον, «ξεροκοκκινίζω», Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 702.
Greek Monotonic
ὑπερυθριάω: μέλ. -άσω [ᾱ], κοκκινίζω λίγο, σε Αριστοφ.