ὠδίνημα

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὠδίνημα: [ῑ], τό, γέννημα, γόνος, τέκνον, Ἀπόλλωνος σπέρμα, ὠδίνημα γῆς Εὐμάθ. (ἢ Εὐστάθιος) 9. 19.

German (Pape)

τό, = ὠδίς.