ῥιγώδης

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιγώδης Medium diacritics: ῥιγώδης Low diacritics: ριγώδης Capitals: ΡΙΓΩΔΗΣ
Transliteration A: rhigṓdēs Transliteration B: rhigōdēs Transliteration C: rigodis Beta Code: r(igw/dhs

English (LSJ)

ῥιγῶδες, provocative of shivering, Hp.Coac.609, Gal.19.146.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑγώδης: -ες, παγετώδης, «κρύος», συνοδευόμενος μὲ ῥῖγος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 219, Γαλην.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ῥῖγος
1. αυτός που συνοδεύεται από ρίγος
2. αυτός που προκαλεί ρίγος.