ῥοδόχειρ

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόχειρ Medium diacritics: ῥοδόχειρ Low diacritics: ροδόχειρ Capitals: ΡΟΔΟΧΕΙΡ
Transliteration A: rhodócheir Transliteration B: rhodocheir Transliteration C: rodocheir Beta Code: r(odo/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, = ῥοδόπηχυς, Sch.Theoc.2.148.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, = ῥοδόπηχυς, Σχόλ. Θεοκρ. 2.148.

Greek Monolingual

-ος, ο, η, Α
ο ροδόπηχυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -χειρ (< χειρ, χειρός), πρβλ. ανθρωπόχειρ, μαλακόχειρ].